- ἐπηέριος
- ἐπηέριος, ον,A through the air,
φορέεσθαι Q.S.2.573
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορέεσθαι Q.S.2.573
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επηέριος — ἐπηέριος, ον (Α) φρ. «ἐπηέριος φορέεσθαι» που πετάει, μετακινείται στον αέρα … Dictionary of Greek